- συκέη
- συκέαfig-treefem nom/voc sg (epic ionic)συκῆfig-treefem nom/voc sg (epic ionic)σῡκέη , συκῆfig-treefem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… … Dictionary of Greek
ԹԶԵՆԻ — (նւոյ, նեաց.) NBH 1 0810 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 9c գ. συκή, συκέη ficus Ծառ՝ որ բերէ զթուզ. թզի ծառ. ... *Կարեցին տերեւս թզենւոյ. Ծն. ՟Գ. 7: *Եւ ասեն ծառքն ցթզենին. ե՛կ թագաւորեա՛ ʼի վերայ մեր. եւ ասէ ցնոսա թզենին. Դատ. ՟Թ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)